σύγκλυς

σύγκλυς
και αττ. τ. ξύγκλυς» -υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α
1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.)
3. (για ήχο) συγκεχυμένος, μπερδεμένος
4. φρ. «ξύγκλυδες ἄνθρωποι» και «σύγκλυς ὅμιλος» και, απλώς, «σύγκλυδες» — σύνολο ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν σε έναν τόπο τυχαία, πλήθος ανθρώπων κατώτατου φυράματος, όχλος, συρφετός
5. (το ουδ. πληθ.) τὰ σύγκλυδα (κατά τον Ησύχ.) «συγκεχυμένα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θ. κλυδ-ς τού κλύζω* (πρβλ. κλύδ-ωνας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξύγκλυς — σύγκλυς , σύγκλυς washed together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλύδων — σύγκλυς washed together masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκλυδα — σύγκλυς washed together masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκλυδας — σύγκλυς washed together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκλυδες — σύγκλυς washed together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκλυδος — σύγκλυς washed together masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκλύδων — συγκλύδων , σύγκλυς washed together masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύγκλυδα — σύγκλυδα , σύγκλυς washed together masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύγκλυδας — σύγκλυδας , σύγκλυς washed together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύγκλυδες — σύγκλυδες , σύγκλυς washed together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”